- κέλευ(σ)μα
- το уст. приказание, приказ; команда
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κέλευ — κέλομαι urge pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic) κέλομαι urge imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλευ' — κέλευε , κελεύω urge pres imperat act 2nd sg κέλευε , κελεύω urge imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… … Dictionary of Greek
κύσθος — (I) ο (Α κύσθος) το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κύσθος < *qus dho , που αποτελεί πιθ. τη μηδενισμένη βαθμίδα (s)qu s , παρεκτεταμένη (με s ) μορφή τής ΙΕ ρίζας (s)qeu «σκεπάζω, καλύπτω» (πρβλ. και κεύθω), και επίθημα θος (πρβλ. (κέλευ θος) … Dictionary of Greek
λουτιώ — λουτιῶ, άω (Α) επιθυμώ να λουστώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λούω + τιῶ, επίθημα που εμφανίζεται στα θαμιστικά ρ. (πρβλ. κελευ τιώ)] … Dictionary of Greek